φαγήσια

φαγήσια
τὰ, Α
(ενν. ἱερά) γιορτή που συνοδευόταν από ευωχία, από φαγοπότι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ- τού αορ. β' τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + κατάλ. -ήσια, πληθ. ουδ. τής κατάλ. -ήσιος (πρβλ. ἐτ-ήσιος, ἡμερ-ήσιος). Ο τ. έχει πιθ. σχηματιστεί κατ' επίδραση τής λ. σίτ-ησις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φαγήσια — an eating festival neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαγησίων — φαγήσια an eating festival neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαγησιπόσια — τὰ, Α φαγοπότι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαγήσια + πόσις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”